τελικός

τελικός
-ή, -ό / τελικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [τέλος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τέλος, τελευταίος
2. (στους Στωικούς) αυτός που σχετίζεται με το τέλος, δηλαδή το ύψιστο αγαθό, ή αυτός που το εμπεριέχει («ἀγαθὰ τελικά», Στωικ.)
3. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκοπό (α. «τελικοί σύνδεσμοι» β. «τελικό αίτιο» ή «τελικόν αἴτιον» — προσδιορισμός, απαρεμφατικός τύπος ή μετοχικός τύπος με τον οποίο δηλώνεται ο σκοπός για τον οποίο γίνεται ή δεν γίνεται κάτι)
νεοελλ.
1. συνεκδ. οριστικός, τελεσίδικος (α. «τα τελικά αποτελέσματα τών εκλογών» β. «η τελική απόφαση»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο τελικός
(ενν. αγώνας) (αθλ.) η τελευταία συνάντηση μιας αθλητικής διοργάνωσης στην οποία κρίνονται οι οριστικοί νικητές
3. φρ. α) «τελική πρόταση» — δευτερεύουσα επιρρηματική πρόταση που δηλώνει σκοπό
β) «τελική αιτία»
(φιλοσ.) όρος που χαρακτηρίζει ένα γεγονός το οποίο εκλαμβάνεται ως το μέσο για την πραγματοποίηση ενός σκοπού
γ) «τελικό νημάτιο»
ανατ. η νηματοειδής κατάληξη τού τελικού κώνου τού νωτιαίου μυελού
δ) «τελικός εγκέφαλος»
ανατ. το μεγαλύτερο τμήμα τού εγκεφάλου το οποίο αποτελείται από τα εγκεφαλικά ημισφαίρια, το μεσολόβιο, το τελικό πέταλο και τους συνδέσμους τών ημισφαιρίων, αλλ. τηλεγκέφαλος
αρχ.
1. τέλειος, ακέραιος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τελικόν
το τελευταίο γράμμα ή η κατάληξη μιας λέξης
3. φρ. «κεφάλαια τελικά» — θέματα, υποθέσεις που προκύπτουν από τα τελικά, δηλαδή τα ύψιστα, αγαθά.
επίρρ...
τελικώς / τελικῶς ΝΑ, και τελικά Ν
νεοελλ.
στο τέλος, εν τέλει («τελικά δεν ήλθε»)
αρχ.
σε σχέση με έναν σκοπό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τελικός — pertaining to the supreme end masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελικός — ή, ό επίρρ. ά 1. τελευταίος, τελειωτικός: Τελικός αγώνας. 2. οριστικός, τελεσίδικος: Τελική απόφαση. 3. αυτός που αναφέρεται στο σκοπό: Τελικές προτάσεις συντακτικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τελικά — τελικός pertaining to the supreme end neut nom/voc/acc pl τελικά̱ , τελικός pertaining to the supreme end fem nom/voc/acc dual τελικά̱ , τελικός pertaining to the supreme end fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελικώτερον — τελικός pertaining to the supreme end adverbial comp τελικός pertaining to the supreme end masc acc comp sg τελικός pertaining to the supreme end neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελικωτάτων — τελικός pertaining to the supreme end fem gen superl pl τελικός pertaining to the supreme end masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελικωτέρων — τελικός pertaining to the supreme end fem gen comp pl τελικός pertaining to the supreme end masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελικῶν — τελικός pertaining to the supreme end fem gen pl τελικός pertaining to the supreme end masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελικόν — τελικός pertaining to the supreme end masc acc sg τελικός pertaining to the supreme end neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελικώτατον — τελικός pertaining to the supreme end masc acc superl sg τελικός pertaining to the supreme end neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελικαί — τελικός pertaining to the supreme end fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”